Abbau | |
gen. | αποσυναρμολόγηση; "build down"; βαθμιαίος αφοπλισμός |
coal. | λατόμευση |
environ. | υποβάθμιση; φθορά |
med. | αποσύνθεση; διάσπαση; καταβολισμός |
Abbauen | |
coal. construct. | υπόγειος εκσκαφή κατά βαθμίδας |
oberflächennaher: 4 phrases in 3 subjects |
Environment | 2 |
General | 1 |
Mining | 1 |