effektiv | |
med. | αποτελεσματικός; δραστικός |
Renteneintrittsalter | |
demogr. sec.sys. lab.law. | όριο ηλικίας συνταξιοδότησης; ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό οικονομικό βίο; ηλικία συνταξιοδότησης; ηλικία συνταξιοδοτήσεως |
| |||
αποτελεσματικός; δραστικός |
effektives: 202 phrases in 28 subjects |