Unfall | |
gen. | τυχαίο συμβάν,τυχαίο περιστατικό; ατύχημα,θύμα ατυχήματος |
environ. | ατυχήματα |
med. | ατύχημα |
nucl.pow. | πυρηνικό ατύχημα |
Transport | |
environ. | μεταφορές; μεταφορά |
med. | μετακίνηση; μεταφορά |
| |||
τυχαίο συμβάν,τυχαίο περιστατικό; ατύχημα,θύμα ατυχήματος | |||
ατυχήματα | |||
ατύχημα | |||
πυρηνικό ατύχημα | |||
| |||
απώλειες προσωπικού' απώλειες υγείας |
Unfall: 121 phrases in 26 subjects |