DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Stammbaum m m -(e)s, ..bäume
anim.husb. γενεαλογία; γενεαλογικό πιστοποιητικό; καταγωγή
med. γενεαλογικός πίνακας; φυλογενετικό δέντρο; γενεαλογικό δένδρο