DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Schutzkappe f
gen. προφυλακτήρας της κεφαλής
earth.sc., el. κάλυμμα προστασίας
el. προστατευτικό κάλυμμα
mech.eng. προστατευτικό επιστόμιο