Einzelteil | |
IT el. | συνιστώσα |
mech.eng. | μονοκόμματο εξάρτημα; στοιχειώδες εξάρτημα; πρωτογενές εξάρτημα; χωριστό εξάρτημα; απλό εξάρτημα |
transp. | δομικό τμήμα; στοιχείο; τμήμα; φέρον στοιχείο |
Untereinheit | |
IT el. | λειτουργικό υποσύστημα |
Kombination | |
fin. | strangle |
Dien | |
nat.sc. chem. | διένιο |
verbunden | |
comp., MS | ζώνες |
Funktion | |
gen. | επάγγελμα |
Mehrere: 153 phrases in 32 subjects |