DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Gangart f f =, -en
gen. ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας
hobby, agric. κίνηση
law, econ., IT επίδοση; παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας
med. βάδισμα; βηματισμός; βήμα
mining. χώμα μεταλλεύματος; άγονο; γαιώδεις προσμίξεις; σύνδρομα ορυκτά; στείρο
Gangart: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1