DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
Flicker v
el. διακύμανση τάσης
Flicken adj.
industr., construct., mech.eng. μαστίχη βουλκανιζαρίσματος
met., el. επιδιόρθωση πυρίμαχων τοιχωμάτων; επισκευή πυριμάχων τοιχωμάτων
textile μαντάρω
flicken adj.
IT πρόχειρη διόρθωση
med. επιρράπτω επέρραψα; μπαλώνω μπάλωσα
Flicken: 1 phrase in 1 subject
Industry1