DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Cashflow m
econ. ταμειακή ροή
fin. έλλειμμα των ταμειακών διαθεσίμων; συνολικό ποσοστό αυτοχρηματοδότησης; ταμειακά διαθέσιμα
Cashflow: 5 phrases in 1 subject
Finances5