DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Atomkraftwerk n n -(e)s, -e
nucl.phys. πυρηνικός σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας; πυρηνικός σταθμός ηλεκτροπαραγωγής; πυρηνοηλεκτρικός σταθμός