DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | noun
Antiadrenergikum m
pharma. αδρενεργικός αναστολέας; αδρενεργικός ανταγωνιστής; αδρενεργικός αποκλειστής; αδρενολυτικό
Antiadrenergikum n
chem. αντιαδρενεργικό
pharma. ανταγωνιστής των αδρενεργικών υποδοχέων