DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
fackförening n
econ. συνδικάτο
environ. εργατικό σωματείο; συνδικαλιστική οργάνωση
law, lab.law. εργατικός σύλλογος; συνδικαλιστικό σωματείο; συνδικαλιστικός σύλλογος; συνδικαλιστική ένωση; σωματείο εργατών; ένωση επαγγελματιών; επαγγελματική οργάνωση
unions. συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων; εργατικό σωματείο/συνδικαλιστική οργάνωση
fackförening: 3 phrases in 2 subjects
Economy1
Law2