DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
zorgverlof n
gen. άδεια για τη φροντίδα εξαρτώμενου μέλους
empl. άδεια για οικογενειακούς λόγους
social.sc. δικαίωμα άδειας για λόγους περίθαλψης