waarde | |
gen. | ανοικτό σημείο αναφλέξεως; τιμή ΑΣΑ; τιμή ανοικτού δοχείου; ταχύτητα |
comp., MS | τιμή |
law fin. pharma. | αναλογία; ποσοστό; ρυθμός |
voor | |
agric. | αυλάκι |
reparaties | |
insur. | επισκευές |
Weergeven | |
comp., MS | Προβολή |
goederen | |
environ. | αγαθά |
| |||
ανοικτό σημείο αναφλέξεως; τιμή ΑΣΑ | |||
αναλογία; ποσοστό; ρυθμός | |||
| |||
τιμή ανοικτού δοχείου; ταχύτητα | |||
τιμή | |||
αξία |
waarde: 581 phrases in 48 subjects |