DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
standplaats f
gen. τόπος διορισμού
environ. περιβάλλον οργανισμού
gov. τόπος υπηρεσίας; τόπος υπηρεσίας, τόπος διορισμού
health. κατοικία
law συμβολαιογραφικό επάγγελμα
law, econ. τόπος κατοικίας; διαμονή; τόπος διαμονής
life.sc. σημείο στάσης
transp. σταθμός; σταθμός έδρας; έδρα εργασίας; υπηρεσιακή έδρα
transp., avia. χώρος στάθμευσης αεροσκαφών; χώρος στάθμευσης
standplaats: 16 phrases in 8 subjects
Communications1
Electronics1
Environment1
General3
Labor law3
Life sciences3
Municipal planning2
Natural sciences2