DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
schipper m
agric. πλοίαρχος μικρού πλοίου; κυβερνήτης αλιευτικού; κυβερνήτης θαλαμηγού σκάφους; κυβερνήτης ιστιοφόρου
fish.farm. ψαροκαπετάνιος
schipper: 5 phrases in 1 subject
Transport5