DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
pendel m
astronaut., transp. διαστημικό λεωφορείο; εναλλαγή
construct. στρεπτό στοιχείο εφεδράνου κυλίσεως
econ. παλινδρομική διακίνηση
social.sc., lab.law., transp. παλινδρομική μετακίνηση
transp. μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας; κυκλοφορία χρηστών
pendel- m
empl. μετακινήσεις μεταξύ κατοικίας και εργασίας
pendel: 3 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Economy2