Onafhankelijke | |
gen. | Ανεξάρτητος |
uitkering | |
busin. labor.org. account. | διανομή; διανέμομαι |
fin. | δικαίωμα επιδόματος |
insur. | παροχή; παροχή εις χρήμα |
insur. social.sc. sociol. | χρηματική παροχή |
social.sc. | παροχή σε χρήματα; επίδομα |
| |||
ανεξάρτητος | |||
| |||
Ανεξάρτητος |
onafhankelijke: 184 phrases in 35 subjects |