nuttige toepassing | |
environ. | αξιοποίηση; εργασία ανάκτησης |
stort | |
transp. construct. | απόθεση προϊόντων ανόρυξης |
afval | |
econ. | απόβλητα |
| |||
αξιοποίηση; εργασία ανάκτησης | |||
ανάκτηση των αποβλήτων; αξιοποίηση των αποβλήτων; περισυλλογή των αποβλήτων |
nuttige toepassing: 7 phrases in 2 subjects |
Environment | 5 |
Waste management | 2 |