DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
lasscherm n
industr., construct. προφυλακτήρας συγκολλητών
lab.law., met. προστατευτικό κάλυμμα προσώπου του σιδηρουργού; μάσκα σιδηρουργού
unions., met. οθόνη προστασίας του μεταλλουργού; οθόνη προστασίας του συγκολλητή