DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
dochtervennootschap n
busin., labor.org. θυγατρική/εξαρτημένη εταιρεία; θυγατρική
econ. θυγατρική εταιρεία; ελεγχόμενη εταιρεία; εξαρτημένη εταιρεία