DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
deeltijdwerk n
fin., lab.law. μερική απασχόληση; εργασία κατά μερική απασχόληση; μερική ανεργία
law, lab.law. εργασία μερικής απασχόλησης
social.sc. εργασία με μειωμένο ωράριο
deeltijdwerk: 1 phrase in 1 subject
Social science1