DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
carborundum n
chem., el. πυριτιούχος άνθρακας; ανθακοπυρίτιο; ανθρακοπυρίτιο; καρβίδιο πυριτίου; καρβίδιο του πυριτίου
industr. καρβορούνδιο; κορούνδιο