DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
aanlooptijd adj.
commun. χρόνος θέσης σε λειτουργία
construct. χρόνος εκκινήσεως; χρόνος θέσεως εις λειτουργίαν
earth.sc., mech.eng. απαιτούμενος χρόνος για πλήρη παροχή
IT χρόνος επιτάχυνσης,χρόνος εκκίνησης; χρόνος εκκίνησης; χρόνος επιτάχυνσης
lab.law. χρόνος προετοιμασίας για την εργασία
transp., tech. χρόνος προλειτουργίας γυροσκοπίου