sostituzione | |
gen. | ανταλλαγή |
fin. | μετάβαση |
fin. insur. | αντικατάσταση ασφαλιστηρίου με νέο |
IT | καθολική ειδίκευση |
parziale | |
gen. | μερικός |
| |||
ανταλλαγή | |||
μετάβαση | |||
αντικατάσταση ασφαλιστηρίου με νέο | |||
καθολική ειδίκευση | |||
αντικατάσταση; υποκατάσταση; αναπλήρωση |
sostituzione: 136 phrases in 29 subjects |