numerare | |
commun. | σελίδωση; αριθμώ τα φύλλα βιβλίου; κατάστιχου |
numero | |
comp., MS | στοιχεία καλούντος |
dati | |
stat. | στοιχεία |
di | |
gen. | του |
conto | |
econ. | λογαριασμός |
| |||
στοιχεία καλούντος | |||
| |||
σελίδωση; αριθμώ τα φύλλα βιβλίου; κατάστιχου | |||
| |||
αριθμός; νούμερο; ψηφίο | |||
Italian thesaurus | |||
| |||
nº (spanishru); n. (spanishru) |
numero: 709 phrases in 44 subjects |