DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
carbone magro
energ.ind., industr. άνθρακας με χαμηλή περιεκτικότητα σε πτητικά συστατικά; ημιανθρακίτης
transp., chem. αδύνατο κάρβουνο; πτωχός άνθρακας