argilla | |
environ. | πυρίμαχο τούβλο; άργιλος/πυρίμαχο τούβλο |
legante | |
chem. | συγκολλητική ουσία |
chem. el. | μέσο πήξης; πηκτικό μέσο; συνδετικό μέσο |
industr. construct. | συνδετική ουσία |
| |||
πυρίμαχο τούβλο; άργιλος/πυρίμαχο τούβλο | |||
άργιλος; πηλός |
argilla: 103 phrases in 16 subjects |