DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
amministratore m
gen. διοικητικός υπάλληλος,διοικητικό στέλεχος; μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου; διοικητής
comp., MS διαχειριστής
econ. διοικητικός υπάλληλος
fin., econ. Eκτελεστικός Διευθυντής; διευθύνων σύμβουλος; εντεταλμένος σύμβουλος
gov. υπάλληλος διοικήσεως
law ομόρρυθμος εταίρος ετερρορύθμου εταιρείας; κοινωνικός λειτουργός; δημόσιος υπάλληλος
law, lab.law. επίτροπος
polit. εκτελεστικό στέλεχος
proced.law., fin., econ. διαχειριστής αλλοτρίων (upravitelj zaklade); διαχειριστής περιουσίας (upravitelj zaklade)
Amministratore m
comp., MS Διαχειριστής
amministratore: 12 phrases in 7 subjects
Education1
General2
Insurance1
Marketing1
Medical2
Microsoft4
Social science1