aliquota | |
gen. | συντελεστής |
chem. | γνωστό κλάσμα; κλάσμα |
contributo | |
gen. | συνεισφορά; συμβολή |
construct. | εισήγηση |
fin. | εισφορά |
regime pensionistico | |
fin. social.sc. | συνταξιοδοτικό σύστημα |
| |||
συντελεστής | |||
γνωστό κλάσμα; κλάσμα | |||
υποπολλαπλάσιο δείγμα |
aliquota: 90 phrases in 15 subjects |