aiutare | |
gen. | βοηθώ & -άω; βοηθώ |
med. | υποβαστάζω υποβάσταξα; υποστηρίζω υποστήριξα; βοηθώ βοήθησα |
aiuto | |
gen. | βοήθεια; ενίσχυση |
law econ. | βοήθημα |
law gen. | αρωγή |
| |||
βοηθώ & -άω; βοηθώ | |||
υποβαστάζω υποβάσταξα; υποστηρίζω υποστήριξα; βοηθώ βοήθησα | |||
| |||
βοήθεια; ενίσχυση | |||
αρωγή | |||
βοήθημα | |||
επιμελητής ιατρός |
aiuto: 559 phrases in 40 subjects |