adattamento | |
agric. | εγκλιματισμός |
agric. chem. | οργανοληπτική προσαρμογή |
health. | εθισμός |
professionale | |
med. | επαγγελματικός |
| |||
εγκλιματισμός | |||
οργανοληπτική προσαρμογή | |||
εθισμός | |||
προσαρμογή; καλή φυσική κατάσταση; συναρμογή; συναρμολόγησις; συνταίριασμα; ταίριασμα |
adattamento: 148 phrases in 26 subjects |