accessori | |
law industr. construct. | βοηθητικά υλικά |
mech.eng. construct. | βοηθητικά εξαρτήματα μηχανήματος |
transp. avia. | εξαρτήματα; παρελκόμενα |
per | |
gen. | για; προς; ώστε |
la | |
gen. | το |
saldatura | |
environ. | συγκόλληση |
| |||
βοηθητικά υλικά | |||
βοηθητικά εξαρτήματα μηχανήματος | |||
εξαρτήματα; παρελκόμενα | |||
βοηθητικές μηχανές έλξης |
accessori: 124 phrases in 25 subjects |