accesso | |
comp., MS | σύνδεση; επίσκεψη; πρόσβαση |
environ. | προσέγγιση |
asse | |
comp., MS | άξονας |
online | |
gen. | συνδεδεμένος |
| |||
σύνδεση; επίσκεψη; πρόσβαση | |||
προσέγγιση | |||
είσοδος; άνοιγμα; πρόσβαση; προσέγγιση; επίθεση; προσβολή; κρίση; παροξυσμός |
Accesso: 411 phrases in 33 subjects |