DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
trafiktæthed n
gen. κυκλοφοριακή πυκνότης
commun. πυκνότητα κίνησης
stat. ένταση κυκλοφορίας
transp. πυκνότητα κυκλοφορίας; παροχή; σύχνοτητα εξυπηρέτησης σιδηροδρομικής σύνδεσης; συχνότητα δρομολόγησης αμαξοστοιχιών; συχνότητα κυκλοφορίας
transp., avia. συμφόρηση της εναερίου κυκλοφορίας
trafiktæthed: 4 phrases in 3 subjects
Communications1
Electronics2
Transport1