DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
strålingssyndrom n
environ. σύνδρομο οφειλόμενο σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες; σύνδρομο οφειλόμενο σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες
med. σύνδρομο οφειλόμενο σε ιονίζουσες ακτινοβολίες; μετακτινικό σύνδρομο; ακτινική νόσος