DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
speditør n
cust., commer., fin. υπάλληλος τελωνείου; τελωνειακός υπάλληλος
environ. πράκτορας μεταφορών; πράκτορας μεταφορών διαμετακόμισης
fin., lab.law. διεκπεραιωτής
fin., transp. πράκτορας διαμετακόμισης
tax. εκτελωνιστής
transp. εταιρία εντεταλμένη για αποστολή και μεταφορά εμπορευμάτων; διαμεταφορέας
transp., avia. αντιπρόσωπος επίγειας εξυπηρέτησης
speditør: 3 phrases in 3 subjects
Economy1
Law1
Transport1