DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
slagprøvning n
met. δοκιμή κρούσης σε μια ράβδο φέρουσα εγκοπές
tech., mater.sc. δοκιμή σε κρούση
tech., met. δοκιμή αντοχής σε κρούση; δοκιμή κάμψης με κτύπημα
transp. δοκιμή κρούσης