undersøgelse | |
account. | επιθεώρηση |
commun. | έλεγχος; επαλήθευση |
environ. | δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη |
mater.sc. | εξέταση |
math. | δείγμα έρευνας; έρευνα |
stat. | δειγματοληπτική έρευνα; κοινωνική έρευνα |
undersøgelser | |
account. | στατιστικές έρευνες |
retsmedicinsk: 7 phrases in 3 subjects |
Criminal law | 1 |
Law | 2 |
Medical | 4 |