netværk | |
commun. el. | κύκλωμα |
commun. transp. | δίκτυο μεταφορών; δίκτυο επικοινωνιών |
comp., MS | δίκτυο |
industr. construct. | δικτυωτό υφαντό |
Mellem | |
comp., MS | Μεσαίο μέγεθος |
virksomhed | |
econ. | επιχείρηση |
fin. | ελευθέριο επάγγελμα |
| |||
κύκλωμα | |||
δίκτυο μεταφορών; δίκτυο επικοινωνιών | |||
δίκτυο | |||
δικτυωτό υφαντό | |||
πλέγμα |
netværk: 265 phrases in 31 subjects |