DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
lærer n
econ. εκπαιδευτικός
ed. μέλος του διδακτικού προσωπικού; διδάσκαλος; εκπαιδευτής
lære n
earth.sc., mech.eng. μέτρο παραβολικού ελέγχου; μετρητής ελέγχου; πρότυπο μέτρο
law, econ. θεωρητικό σύστημα; θεωρία
mech.eng. καλίμπρα
med. παχυμετρικός διαβήτης; εξωτερικός διαβήτης; παχομέτρης
lærere n
ed. εκπαιδευτικοί
stat., ed. διδακτικό προσωπικό; εκπαιδευτικοί λειτουργοί
lærende v
social.sc., ed. εκπαιδευόμενος
lærer: 66 phrases in 13 subjects
Chemistry2
Construction1
Earth sciences1
Education32
General1
Health care1
Information technology13
Law2
Life sciences1
Medical6
Natural sciences2
Social science2
Technology2