| |||
υποδοχή λουκέτου; σύνδεση; αρμός; επικλείδα | |||
διχαλωτός συνδετήρας | |||
κράμπα; μυική κράμπα (crampus muscularis); επώδυνη μυική σύσπαση (crampus muscularis) | |||
συνδετήρας | |||
ο έχων νευρική σύσπαση | |||
καρφί; σύνδεσμος; διχαλωτός ήλος |
krampe: 20 phrases in 5 subjects |
Agriculture | 1 |
Construction | 1 |
Health care | 1 |
Industry | 2 |
Medical | 15 |