DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
glidesko n
agric., mech.eng. πέλμα σβάρνας
mech.eng. πέδιλο
mech.eng., construct. συρτόν πέδιλον
mech.eng., el. σφαιρικός οδηγός
met. ρυθμιστής του φλογοκόπτη σε ύψος
tech., met. καμπύλη ολισθήσεως; πέδιλο ολίσθησης
transp. πέλματα πέδησης και εναπόθεσης; ολισθητήρ
Glidesko n
met. κύλινδροι διαστολής
glidesko: 3 phrases in 1 subject
Mechanic engineering3