DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
aktstykke n
environ. νομική πράξη; νομικό κείμενο
law έγγραφο; δικόγραφο; πράξη
law, mater.sc. έγγραφο ντοκουμέντο; γραπτό τεκμήριο; συμβόλαιο; συμφωνία
aktstykke: 4 phrases in 1 subject
Law4