adgang | |
gen. | ελεύθερος χώρος; δικαίωμα πρόσβασης |
oplysning | |
gen. | κοινολόγηση |
law busin. labor.org. | γνωστοποίηση |
stat. scient. | πληροφορία |
oplysningen | |
commun. | θέση πληροφοριών; υπηρεσία πληροφοριών καταλόγου |
oplysninger | |
account. | δημοσιοποίηση |
| |||
ελεύθερος χώρος; δικαίωμα πρόσβασης | |||
πρόσβαση |
adgang: 278 phrases in 32 subjects |