abort | |
gen. | διακοπή της κύησης |
econ. | άμβλωση |
IT | αποβάλλω |
indikation | |
IT | ένδειξη; αρχέγονο ένδειξης |
| |||
διακοπή της κύησης | |||
άμβλωση | |||
αποβάλλω | |||
αποβολή (abortus); αυτόματος έκτρωση (abortus); αυτόματος εκβολή (abortus); τεχνητή εκβολή; προκληθείσα έκτρωσις; τεχνητή έκτρωση |
abort: 64 phrases in 5 subjects |
Communications | 2 |
Economy | 2 |
General | 4 |
Health care | 5 |
Medical | 51 |