åben | |
comp., MS | ανοιχτός |
el. | διακοπή |
mech.eng. el. | μηχανή ανοικτού τύπου |
med. | ανοικτός |
handelssystem | |
fin. | σύστημα αντιπαράθεσης των εντολών; υποδομή εκτέλεσης εντολών; τόπος διαπραγμάτευσης |
| |||
ανοιχτός | |||
διακοπή | |||
μηχανή ανοικτού τύπου | |||
ανοικτός | |||
αποκαλυμμένο; εμφάνιση |
åbent: 438 phrases in 42 subjects |