"shiprider" | |
gen. | αξιωματούχος επιβαίνων σε σκάφος τρίτης χώρας |
aftale | |
comp., MS | συνάντηση |
environ. | συμφωνία; σύμβαση |
law | συνασπισμός; διακανονισμός; διευθέτηση; συμβάλλομαι; συμφωνώ |
law agric. | σύμβαση |
| |||
αξιωματούχος επιβαίνων σε σκάφος τρίτης χώρας |
shiprider: 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |