DictionaryForumContacts

   Bulgarian
Google | Forvo | +
майка-приемник
obs., proced.law. δάνεια μήτρα; δανεική μητέρα
proced.law. κυοφόρος γυναίκα; κυοφόρος μητέρα; παρένθετη μητέρα; υποκατάστατη μητέρα; φέρουσα μητέρα