refrigerante | |
agric. | ψυκτικό |
chem. | ψυκτικό μέσο; ψυκτικό ρευστό |
econ. | αεριούχο ποτό |
environ. | ψυκτικό; ψυκτικό |
mecânica | |
IT el. | εξάσκηση στον εξοπλισμό; δομική μηχανική |
| |||
ψυκτικό | |||
| |||
ψυκτικόκν. | |||
ψυκτικό μέσο; ψυκτικό ρευστό | |||
αεριούχο ποτό | |||
ψυκτικό μέσο (υγρό) | |||
ψυκτικό μίγμα; ψυκτικός |
refrigerante: 224 phrases in 17 subjects |